- Μαραθώνιος
- οθηλ. -α ο κάτοικος του Μαραθώνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Μαραθώνιος — overgrown with fennel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαραθώνιος — Βλ. λ. αθλητισμός (αγωνίσματα). * * * α, ο (AM μαραθώνιος, ία, ον) [Μαραθώνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μαραθώνα ή προέρχεται από τον Μαραθώνα II νεοελλ. 1. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Μαραθώνιος, η Μαραθώνια ο κάτοικος τού… … Dictionary of Greek
μαραθώνιος — α, ο 1. ο σχετικός με το Μαραθώνα. 2. μτφ., με μεγάλη διάρκεια: Η απόφαση των ενόρκων βγήκε ύστερα από μαραθώνια συνεδρίαση. 3. «μαραθώνιος δρόμος», αγώνισμα δρόμου αντοχής περίπου 42 χλμ., όση η απόσταση από το Μαραθώνα ως την Αθήνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μαραθωνίων — Μαραθώνιος overgrown with fennel fem gen pl Μαραθώνιος overgrown with fennel masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαραθώνιον — Μαραθώνιος overgrown with fennel masc acc sg Μαραθώνιος overgrown with fennel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαραθωνίοις — Μαραθώνιος overgrown with fennel masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαραθωνίου — Μαραθώνιος overgrown with fennel masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαραθωνίῳ — Μαραθώνιος overgrown with fennel masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαραθώνια — Μαραθώνιος overgrown with fennel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαραθώνιαι — Μαραθώνιος overgrown with fennel fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)